ζωοφιλία

ζωοφιλία
η
1. η ιδιότητα τού ζωόφιλου, η αγάπη και το ενδιαφέρον για τα ζώα
2. βοτ. η γονιμοποίηση τών ανθέων μερικών φυτών με τη μεταφορά τής γύρης από διάφορα ζώα
3. ζωολ. η έλξη που παρατηρείται σε ορισμένα ζωικά είδη για ορισμένα άλλα, όπως π.χ. τών κουνουπιών προς ορισμένα οικιακά ζώα (χοίρους, κουνέλια κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophilia < zoo- (πρβλ. ζω[ο]
[ΙΙ]*) + philia (πρβλ. φιλία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωοφιλία — η αγάπη για τα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”