- ζωοφιλία
- η1. η ιδιότητα τού ζωόφιλου, η αγάπη και το ενδιαφέρον για τα ζώα2. βοτ. η γονιμοποίηση τών ανθέων μερικών φυτών με τη μεταφορά τής γύρης από διάφορα ζώα3. ζωολ. η έλξη που παρατηρείται σε ορισμένα ζωικά είδη για ορισμένα άλλα, όπως π.χ. τών κουνουπιών προς ορισμένα οικιακά ζώα (χοίρους, κουνέλια κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophilia < zoo- (πρβλ. ζω[ο][ΙΙ]*) + philia (πρβλ. φιλία)].
Dictionary of Greek. 2013.